- ἱσταμένως
- ἵστημιmake to standpres part mp masc acc pl (doric)ἱστᾱμένως , ἱστάωpres part mp masc acc pl (doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισταμένως — ἱσταμένως (Α) επίρρ. σταθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστάμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ἵσταμι] … Dictionary of Greek
στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… … Dictionary of Greek